ὁμηγύριος

ὁμηγύριος
ὁμήγυρις
assembly
fem gen sg (epic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ομηγύριος — ὁμηγύριος, αττ. τ. και δωρ. τ. ὁμαγύριος, ὁ (Α) [ομήγυρις] 1. αυτός που συγκεντρώνει, που συγκαλεί 2. χαρμόσυνος, χαρούμενος, εύθυμος 3. προσωνυμία τού Διός στην Αχαΐα και ειδικότερα στο Αίγιο ως προστάτη τών ομηγύρεων …   Dictionary of Greek

  • ομαγύριος — ὁμαγύριος, ὁ (Α) βλ. ομηγύριος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”